Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενοπρόσωπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στενοπρόσωπ
ος
η
στενοπρόσωπ
η
το
στενοπρόσωπ
ο
γενική
του
στενοπρόσωπ
ου
της
στενοπρόσωπ
ης
του
στενοπρόσωπ
ου
αιτιατική
τον
στενοπρόσωπ
ο
τη
στενοπρόσωπ
η
το
στενοπρόσωπ
ο
κλητική
στενοπρόσωπ
ε
στενοπρόσωπ
η
στενοπρόσωπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στενοπρόσωπ
οι
οι
στενοπρόσωπ
ες
τα
στενοπρόσωπ
α
γενική
των
στενοπρόσωπ
ων
των
στενοπρόσωπ
ων
των
στενοπρόσωπ
ων
αιτιατική
τους
στενοπρόσωπ
ους
τις
στενοπρόσωπ
ες
τα
στενοπρόσωπ
α
κλητική
στενοπρόσωπ
οι
στενοπρόσωπ
ες
στενοπρόσωπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στενοπρόσωπος
<
στεν(ός)
+
-ο-
+
-πρόσωπος
Επίθετο
επεξεργασία
στενοπρόσωπος, -η, -ο
που έχει
στενό
πρόσωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στενοπρόσωπος