↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγανωτικός η στεγανωτική το στεγανωτικό
      γενική του στεγανωτικού της στεγανωτικής του στεγανωτικού
    αιτιατική τον στεγανωτικό τη στεγανωτική το στεγανωτικό
     κλητική στεγανωτικέ στεγανωτική στεγανωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγανωτικοί οι στεγανωτικές τα στεγανωτικά
      γενική των στεγανωτικών των στεγανωτικών των στεγανωτικών
    αιτιατική τους στεγανωτικούς τις στεγανωτικές τα στεγανωτικά
     κλητική στεγανωτικοί στεγανωτικές στεγανωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

στεγανωτικός < στεγάνωμα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

στεγανωτικός

  1. αυτός που παρέχει στεγανότητα
  2. ο σχετικός στην κατασκευή στέγης

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία