στεγανωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαστεγανωτικός < στεγάνωμα + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαστεγανωτικός
- αυτός που παρέχει στεγανότητα
- ο σχετικός στην κατασκευή στέγης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στεγανωτικός
|