↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυροπηγιακός η σταυροπηγιακή το σταυροπηγιακό
      γενική του σταυροπηγιακού της σταυροπηγιακής του σταυροπηγιακού
    αιτιατική τον σταυροπηγιακό τη σταυροπηγιακή το σταυροπηγιακό
     κλητική σταυροπηγιακέ σταυροπηγιακή σταυροπηγιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυροπηγιακοί οι σταυροπηγιακές τα σταυροπηγιακά
      γενική των σταυροπηγιακών των σταυροπηγιακών των σταυροπηγιακών
    αιτιατική τους σταυροπηγιακούς τις σταυροπηγιακές τα σταυροπηγιακά
     κλητική σταυροπηγιακοί σταυροπηγιακές σταυροπηγιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυροπηγιακός (μαρτυρείται από το 1614)[1] < μεσαιωνική ελληνική σταυροπήγι(ον) (τοποθέτηση σταυρού στη θέση νέας εκκλησίας) + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταυροπηγιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 923, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου