σταυροπήγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταυροπήγιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταυροπήγιον < σταυρο- + -πήγιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυροπήγιο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) τοποθέτηση σταυρού στα θεμέλια μοναστηριού ως ένδειξη υπαγωγής του μοναστηριού απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι στον τοπικό επίσκοπο ή μητροπολίτη
Συγγενικά επεξεργασία
- σταυροπηγιακός
- → και δείτε τις λέξεις σταυρός και πήζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυροπήγιο
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)