σταρόχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /staˈɾo.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐ρό‐χρω‐μος
Επίθετο
επεξεργασία
σταρόχρωμος, -η, -ο
- (λαϊκό) άλλη μορφή του σιταρόχρωμος
- ※ Ήταν ψηλή, λιγνή, σταρόχρωμη, μ' ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια σταχτιά, θολωμένα.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Ήταν ψηλή, λιγνή, σταρόχρωμη, μ' ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια σταχτιά, θολωμένα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταρόχρωμος
→ δείτε τη λέξη σιταρόχρωμος |