σιταρόχρωμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.taˈɾo.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐τα‐ρό‐χρω‐μος
Επίθετο επεξεργασία
σιταρόχρωμος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα του σιταριού, σιταρένιος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιταρόχρωμος
→ δείτε τη λέξη σιταρένιος |