Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιταρόχρωμος η σιταρόχρωμη το σιταρόχρωμο
      γενική του σιταρόχρωμου της σιταρόχρωμης του σιταρόχρωμου
    αιτιατική τον σιταρόχρωμο τη σιταρόχρωμη το σιταρόχρωμο
     κλητική σιταρόχρωμε σιταρόχρωμη σιταρόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιταρόχρωμοι οι σιταρόχρωμες τα σιταρόχρωμα
      γενική των σιταρόχρωμων των σιταρόχρωμων των σιταρόχρωμων
    αιτιατική τους σιταρόχρωμους τις σιταρόχρωμες τα σιταρόχρωμα
     κλητική σιταρόχρωμοι σιταρόχρωμες σιταρόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιταρόχρωμος < σιτάρ(ι) + -ό- + -χρωμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.taˈɾo.xɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐τα‐ρό‐χρω‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

σιταρόχρωμος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία