σταξιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταξιά | οι | σταξιές |
γενική | της | σταξιάς | των | σταξιών |
αιτιατική | τη | σταξιά | τις | σταξιές |
κλητική | σταξιά | σταξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταξιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στάξ(ις) (στάξιμο) + -ιά [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /staˈksça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐ξιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταξιά θηλυκό
- σταγόνα, σταλιά
- ↪ Ρίξε και μια σταξιά κονιάκ στη ζάχαρη! Θα νοστιμίσουν οι φράουλες.
- κηλίδα, λεκές από στάξιμο
Άλλες μορφές επεξεργασία
ιδιωματικό:
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταξιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σταξιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- σταξιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)