↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταξιά οι σταξιές
      γενική της σταξιάς των σταξιών
    αιτιατική τη σταξιά τις σταξιές
     κλητική σταξιά σταξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταξιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στάξ(ις) (στάξιμο) + -ιά [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /staˈksça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐ξιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταξιά θηλυκό

  1. σταγόνα, σταλιά
    ⮡  Ρίξε και μια σταξιά κονιάκ στη ζάχαρη! Θα νοστιμίσουν οι φράουλες.
  2. κηλίδα, λεκές από στάξιμο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

ιδιωματικό:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • σταξιάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)