στανιό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στανιό | ||
γενική | του | στανιού | ||
αιτιατική | το | στανιό | ||
κλητική | στανιό | |||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στανιό < μεσαιωνική ελληνική στανιό < άγνωστης ετυμολογίας. Οι υποθέσεις περιλαμβάνουν
- < αρχαίο ἀσθενῶς (δείτε και στενεύω)[1]
- < βενετικό stagnon «διστακτικά, επιφυλακτικά, απρόθυμα» (ρήμα στανιάρω)[2][3]
- < μεσαιωνικό επίρρημα στανέως < *σθενέως < ίσως ἀσθενῶς
- < (απίθανη η σύνδεση) ἱσταμένως < ἱστάμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἵσταμαι[2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στανιό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) καταναγκασμός, άσκηση πίεσης
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- με το στανιό (με το ζόρι)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «στανιό» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.