↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταδιοποίηση οι σταδιοποιήσεις
      γενική της σταδιοποίησης* των σταδιοποιήσεων
    αιτιατική τη σταδιοποίηση τις σταδιοποιήσεις
     κλητική σταδιοποίηση σταδιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταδιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταδιοποίηση < στάδιο + ποίηση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική staging)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταδιοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σταδιοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)