σταδιοδρομημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταδιοδρομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταδιοδρομώ
Μετοχή επεξεργασία
σταδιοδρομημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σταδιοδρομώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταδιοδρομημένος
|