Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταγονοειδής η σταγονοειδής το σταγονοειδές
      γενική του σταγονοειδούς* της σταγονοειδούς του σταγονοειδούς
    αιτιατική τον σταγονοειδή τη σταγονοειδή το σταγονοειδές
     κλητική σταγονοειδή(ς) σταγονοειδής σταγονοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταγονοειδείς οι σταγονοειδείς τα σταγονοειδή
      γενική των σταγονοειδών των σταγονοειδών των σταγονοειδών
    αιτιατική τους σταγονοειδείς τις σταγονοειδείς τα σταγονοειδή
     κλητική σταγονοειδείς σταγονοειδείς σταγονοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταγονοειδής < σταγόνα + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

σταγονοειδής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία