σταγονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σταγονοειδής | η | σταγονοειδής | το | σταγονοειδές |
γενική | του | σταγονοειδούς* | της | σταγονοειδούς | του | σταγονοειδούς |
αιτιατική | τον | σταγονοειδή | τη | σταγονοειδή | το | σταγονοειδές |
κλητική | σταγονοειδή(ς) | σταγονοειδής | σταγονοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σταγονοειδείς | οι | σταγονοειδείς | τα | σταγονοειδή |
γενική | των | σταγονοειδών | των | σταγονοειδών | των | σταγονοειδών |
αιτιατική | τους | σταγονοειδείς | τις | σταγονοειδείς | τα | σταγονοειδή |
κλητική | σταγονοειδείς | σταγονοειδείς | σταγονοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασταγονοειδής
- που μοιάζει με σταγόνα
- ※ Οι σταυροί του λεγόμενου τύπου Μάλτας (…) περικλείονται σε μετάλλιο ή φυτικό στεφάνι και έχουν σταγονοειδείς απολήξεις ή περιβάλλονται από φυτικές ή διακοσμητικές συνθέσεις. (Καραγιάννη Αλεξάνδρα, Ο σταυρός στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική. Η λειτουργία και το δογματικό του περιεχόμενο, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 395.)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σταγόνα