ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στῐμμι-? στῐμμε-
ονομαστική τὸ στίμμῐ τὰ στίμμη - στίμμε
      γενική τοῦ στίμμῐος - στίμμεως τῶν στιμμέων
      δοτική τῷ στίμμει τοῖς στίμμεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στίμμῐ τὰ στίμμη - στίμμε
     κλητική ! στίμμῐ στίμμη - στίμμε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στίμμει
γεν-δοτ τοῖν  στιμμέοιν
Η γενική ενικού στίμμιδος, στην κλίση του θηλυκού στίμμις
3η κλίση, Κατηγορία 'στίμμι' όπως «στίμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στίμμι < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή stm
sDmmir

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στίμμι ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (κοσμετολογία) αντιμόνιο (με θείο, με το οποίο οι γυναίκες έβαφαν για καλλωπιστικούς λόγους τα μάτια τους)
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 9.3.29 @scaife.perseus
    [κθ. Περὶ στίμμεως.] Στίμμι. πρὸς τῇ δυνάμει τῇ ξηραντικῇ καὶ στύψιν ἔχει τὸ φάρμακον τοῦτο, διὸ καὶ τοῖς ὀφθαλμικοῖς φαρμάκοις μίγνυται τοῖς τ’ ἀναπλαττομένοις εἰς τὰ καλούμενα κολλύρια καὶ τοῖς ξηροῖς, ἃ δὴ ξηρὰ κολλύρια προσαγορεύουσιν.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

από τη μορφή στίβι