Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στίμμι' (αρχαία ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
περισσότεροι τύποι στο λήμμα | |||||
ονομαστική | τὸ | στίμμῐ | τὰ | στίμμη - στίμμεᾰ | |
γενική | τοῦ | στίμμῐος - στίμμεως | τῶν | στιμμέων | |
δοτική | τῷ | στίμμει | τοῖς | στίμμεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | στίμμῐ | τὰ | στίμμη - στίμμεᾰ | |
κλητική ὦ! | στίμμῐ | στίμμη - στίμμεᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίμμει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | στιμμέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'στίμμι' όπως «στίμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
3η κλίση - τριτόκλιτα φωνηεντόληκτα ουδέτερα ουσιαστικά σε -ῐ, γενική -ιος
- τὸ στίμμι, τοῦ στίμμιος
Δείτε και τα ουδέτερα με γενική -έως όπως 'κόμμι'
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'στίμμι'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.