Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στάλος οι στάλοι
      γενική του στάλου των στάλων
    αιτιατική τον στάλο τους στάλους
     κλητική στάλε στάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάλος αρσενικό

  1. σταλίστρα, σκιερός τόπος όπου σταλίζουν τα ζώα τις θερμές ώρες
  2. (συνεκδοχικά) το ξεκούρασμα των ζώων κατά τις μεσημβρινές ώρες
  3. (ειδικότερα) μαντρί

  Μεταφράσεις επεξεργασία