↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταλίστρα οι σταλίστρες
      γενική της σταλίστρας
    αιτιατική τη σταλίστρα τις σταλίστρες
     κλητική σταλίστρα σταλίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλίστρα < σταλίζω + κατάληξη θηλυκού -τρα < μεσαιωνική ελληνική σταλός[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταλίστρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σταλός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)