Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλίζω < λείπει η ετυμολογία

σταλίζω

  1. (για κοπάδι) αναπαύομαι στη σκιά
  2. (μεταβατικό) φέρνω το κοπάδι σε σκιά για να ξεκουραστεί
  3. (συνεκδοχικά) παραμένω κάπου

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία