Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπουδαχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπουδαχτικ
ός
η
σπουδαχτικ
ή
το
σπουδαχτικ
ό
γενική
του
σπουδαχτικ
ού
της
σπουδαχτικ
ής
του
σπουδαχτικ
ού
αιτιατική
τον
σπουδαχτικ
ό
τη
σπουδαχτικ
ή
το
σπουδαχτικ
ό
κλητική
σπουδαχτικ
έ
σπουδαχτικ
ή
σπουδαχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπουδαχτικ
οί
οι
σπουδαχτικ
ές
τα
σπουδαχτικ
ά
γενική
των
σπουδαχτικ
ών
των
σπουδαχτικ
ών
των
σπουδαχτικ
ών
αιτιατική
τους
σπουδαχτικ
ούς
τις
σπουδαχτικ
ές
τα
σπουδαχτικ
ά
κλητική
σπουδαχτικ
οί
σπουδαχτικ
ές
σπουδαχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπουδαχτικός
<
αρχαία ελληνική
σπουδάζω
+
-τικός
<
σπουδή
Επίθετο
επεξεργασία
σπουδαχτικός
(
παρωχημένο
)
γρήγορος
,
βιαστικός
Συγγενικά
επεξεργασία
σπουδαχτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπουδαχτικός
→
δείτε
τις λέξεις
γρήγορος
και
βιαστικός