Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδαχτικός η σπουδαχτική το σπουδαχτικό
      γενική του σπουδαχτικού της σπουδαχτικής του σπουδαχτικού
    αιτιατική τον σπουδαχτικό τη σπουδαχτική το σπουδαχτικό
     κλητική σπουδαχτικέ σπουδαχτική σπουδαχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδαχτικοί οι σπουδαχτικές τα σπουδαχτικά
      γενική των σπουδαχτικών των σπουδαχτικών των σπουδαχτικών
    αιτιατική τους σπουδαχτικούς τις σπουδαχτικές τα σπουδαχτικά
     κλητική σπουδαχτικοί σπουδαχτικές σπουδαχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπουδαχτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σπουδαχτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία