Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπογγισμένος η σπογγισμένη το σπογγισμένο
      γενική του σπογγισμένου της σπογγισμένης του σπογγισμένου
    αιτιατική τον σπογγισμένο τη σπογγισμένη το σπογγισμένο
     κλητική σπογγισμένε σπογγισμένη σπογγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπογγισμένοι οι σπογγισμένες τα σπογγισμένα
      γενική των σπογγισμένων των σπογγισμένων των σπογγισμένων
    αιτιατική τους σπογγισμένους τις σπογγισμένες τα σπογγισμένα
     κλητική σπογγισμένοι σπογγισμένες σπογγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπογγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπογγίζω

  Μετοχή επεξεργασία

σπογγισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία