Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπληνιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπληνιασμέν
ος
η
σπληνιασμέν
η
το
σπληνιασμέν
ο
γενική
του
σπληνιασμέν
ου
της
σπληνιασμέν
ης
του
σπληνιασμέν
ου
αιτιατική
τον
σπληνιασμέν
ο
τη
σπληνιασμέν
η
το
σπληνιασμέν
ο
κλητική
σπληνιασμέν
ε
σπληνιασμέν
η
σπληνιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπληνιασμέν
οι
οι
σπληνιασμέν
ες
τα
σπληνιασμέν
α
γενική
των
σπληνιασμέν
ων
των
σπληνιασμέν
ων
των
σπληνιασμέν
ων
αιτιατική
τους
σπληνιασμέν
ους
τις
σπληνιασμέν
ες
τα
σπληνιασμέν
α
κλητική
σπληνιασμέν
οι
σπληνιασμέν
ες
σπληνιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σπληνιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σπληνιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπληνιασμένος