↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπληνιασμένος η σπληνιασμένη το σπληνιασμένο
      γενική του σπληνιασμένου της σπληνιασμένης του σπληνιασμένου
    αιτιατική τον σπληνιασμένο τη σπληνιασμένη το σπληνιασμένο
     κλητική σπληνιασμένε σπληνιασμένη σπληνιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπληνιασμένοι οι σπληνιασμένες τα σπληνιασμένα
      γενική των σπληνιασμένων των σπληνιασμένων των σπληνιασμένων
    αιτιατική τους σπληνιασμένους τις σπληνιασμένες τα σπληνιασμένα
     κλητική σπληνιασμένοι σπληνιασμένες σπληνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

σπληνιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία