σπληνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπληνιάζω < αρχαία ελληνική σπληνιάω[1] + -άζω < σπλήν
Ρήμα
επεξεργασίασπληνιάζω
- (σπάνιο, παρωχημένο) πάσχω από πάθηση που αφορά τη σπλήνα
- (σπάνιο, παρωχημένο, μεταφορικά) είμαι καχεκτικός ή υποχόνδριος
Συγγενικά
επεξεργασία- σπληνιάρα
- σπληνιάρης
- σπληνιάρικος
- σπλήνιασμα
- σπληνιασμένος
- → δείτε τη λέξη σπλήνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπληνιάζω | σπλήνιαζα | θα σπληνιάζω | να σπληνιάζω | σπληνιάζοντας | |
β' ενικ. | σπληνιάζεις | σπλήνιαζες | θα σπληνιάζεις | να σπληνιάζεις | σπλήνιαζε | |
γ' ενικ. | σπληνιάζει | σπλήνιαζε | θα σπληνιάζει | να σπληνιάζει | ||
α' πληθ. | σπληνιάζουμε | σπληνιάζαμε | θα σπληνιάζουμε | να σπληνιάζουμε | ||
β' πληθ. | σπληνιάζετε | σπληνιάζατε | θα σπληνιάζετε | να σπληνιάζετε | σπληνιάζετε | |
γ' πληθ. | σπληνιάζουν(ε) | σπλήνιαζαν σπληνιάζαν(ε) |
θα σπληνιάζουν(ε) | να σπληνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπλήνιασα | θα σπληνιάσω | να σπληνιάσω | σπληνιάσει | ||
β' ενικ. | σπλήνιασες | θα σπληνιάσεις | να σπληνιάσεις | σπλήνιασε | ||
γ' ενικ. | σπλήνιασε | θα σπληνιάσει | να σπληνιάσει | |||
α' πληθ. | σπληνιάσαμε | θα σπληνιάσουμε | να σπληνιάσουμε | |||
β' πληθ. | σπληνιάσατε | θα σπληνιάσετε | να σπληνιάσετε | σπληνιάστε | ||
γ' πληθ. | σπλήνιασαν σπληνιάσαν(ε) |
θα σπληνιάσουν(ε) | να σπληνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπληνιάσει | είχα σπληνιάσει | θα έχω σπληνιάσει | να έχω σπληνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπληνιάσει | είχες σπληνιάσει | θα έχεις σπληνιάσει | να έχεις σπληνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπληνιάσει | είχε σπληνιάσει | θα έχει σπληνιάσει | να έχει σπληνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπληνιάσει | είχαμε σπληνιάσει | θα έχουμε σπληνιάσει | να έχουμε σπληνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπληνιάσει | είχατε σπληνιάσει | θα έχετε σπληνιάσει | να έχετε σπληνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπληνιάσει | είχαν σπληνιάσει | θα έχουν σπληνιάσει | να έχουν σπληνιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπληνιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπληνιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- σπληνιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλούμενης ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημωδους, τόμος 2, 1909, σελ. 149 [1]