Ετυμολογία

επεξεργασία
σπληνιάζω < αρχαία ελληνική σπληνιάω[1] + -άζω < σπλήν

σπληνιάζω

  1. (σπάνιο, παρωχημένο) πάσχω από πάθηση που αφορά τη σπλήνα
  2. (σπάνιο, παρωχημένο, μεταφορικά) είμαι καχεκτικός ή υποχόνδριος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σπληνιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • σπληνιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλούμενης ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημωδους, τόμος 2, 1909, σελ. 149 [1]