σπληνιάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπληνιάρα | οι | σπληνιάρες |
γενική | της | σπληνιάρας | — | |
αιτιατική | τη | σπληνιάρα | τις | σπληνιάρες |
κλητική | σπληνιάρα | σπληνιάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπληνιάρα < σπληνιάρης + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπληνιάρα θηλυκό
- (παρωχημένο, σπάνιο) θηλυκό του σπληνιάρης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπληνιάρα
|
Πηγές
επεξεργασία- σπληνιάρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλούμενης ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημωδους, τόμος 2, 1909, σελ. 149 [1]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασπληνιάρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπληνιάρης