σπληνιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπληνιάρικος < σπληνιάρης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίασπληνιάρικος
- (σπάνιο, παρωχημένο) που έχει σχέση με σπληνιάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σπληνιάρης και σπλήνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπληνιάρικος
|
Πηγές
επεξεργασία- σπληνιάρικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)