σπινθηρίζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπινθηρίζων | η | σπινθηρίζουσα | το | σπινθηρίζον |
γενική | του | σπινθηρίζοντος | της | σπινθηρίζουσας & σπινθηριζούσης* |
του | σπινθηρίζοντος |
αιτιατική | τον | σπινθηρίζοντα | τη | σπινθηρίζουσα | το | σπινθηρίζον |
κλητική | σπινθηρίζων | σπινθηρίζουσα | σπινθηρίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπινθηρίζοντες | οι | σπινθηρίζουσες | τα | σπινθηρίζοντα |
γενική | των | σπινθηριζόντων | των | σπινθηριζουσών | των | σπινθηριζόντων |
αιτιατική | τους | σπινθηρίζοντες | τις | σπινθηρίζουσες | τα | σπινθηρίζοντα |
κλητική | σπινθηρίζοντες | σπινθηρίζουσες | σπινθηρίζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπινθηρίζων < ελληνιστική κοινή σπινθηρίζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σπινθηρίζω < αρχαία ελληνική σπινθήρ
Επίθετο
επεξεργασίασπινθηρίζων
- (λόγιο) που σπινθηρίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπινθηρίζων
|