Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπιθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπιθισμέν
ος
η
σπιθισμέν
η
το
σπιθισμέν
ο
γενική
του
σπιθισμέν
ου
της
σπιθισμέν
ης
του
σπιθισμέν
ου
αιτιατική
τον
σπιθισμέν
ο
τη
σπιθισμέν
η
το
σπιθισμέν
ο
κλητική
σπιθισμέν
ε
σπιθισμέν
η
σπιθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπιθισμέν
οι
οι
σπιθισμέν
ες
τα
σπιθισμέν
α
γενική
των
σπιθισμέν
ων
των
σπιθισμέν
ων
των
σπιθισμέν
ων
αιτιατική
τους
σπιθισμέν
ους
τις
σπιθισμέν
ες
τα
σπιθισμέν
α
κλητική
σπιθισμέν
οι
σπιθισμέν
ες
σπιθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπιθισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σπιθίζω
Μετοχή
επεξεργασία
σπιθισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σπιθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπιθισμένος