σπερματογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /speɾ.ma.toˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐το‐γό‐νος
Επίθετο
επεξεργασίασπερματογόνος, -ος/α, -ο
- που παράγει σπέρμα
- άλλες μορφές: σπερμογόνος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σπέρμα, γόνος και γεννάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματογόνος
|
Πηγές
επεξεργασία- σπερματογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπερματογόνος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)