Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαρτικός η σπαρτική το σπαρτικό
      γενική του σπαρτικού της σπαρτικής του σπαρτικού
    αιτιατική τον σπαρτικό τη σπαρτική το σπαρτικό
     κλητική σπαρτικέ σπαρτική σπαρτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαρτικοί οι σπαρτικές τα σπαρτικά
      γενική των σπαρτικών των σπαρτικών των σπαρτικών
    αιτιατική τους σπαρτικούς τις σπαρτικές τα σπαρτικά
     κλητική σπαρτικοί σπαρτικές σπαρτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαρτικός < αρχαία ελληνική σπαρτικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική semoir[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spaɾ.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαρ‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σπαρτικός, -ή, -ό

  • που μπορεί να πράξει την σπορά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία