↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαζοκεφαλιασμένος η σπαζοκεφαλιασμένη το σπαζοκεφαλιασμένο
      γενική του σπαζοκεφαλιασμένου της σπαζοκεφαλιασμένης του σπαζοκεφαλιασμένου
    αιτιατική τον σπαζοκεφαλιασμένο τη σπαζοκεφαλιασμένη το σπαζοκεφαλιασμένο
     κλητική σπαζοκεφαλιασμένε σπαζοκεφαλιασμένη σπαζοκεφαλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαζοκεφαλιασμένοι οι σπαζοκεφαλιασμένες τα σπαζοκεφαλιασμένα
      γενική των σπαζοκεφαλιασμένων των σπαζοκεφαλιασμένων των σπαζοκεφαλιασμένων
    αιτιατική τους σπαζοκεφαλιασμένους τις σπαζοκεφαλιασμένες τα σπαζοκεφαλιασμένα
     κλητική σπαζοκεφαλιασμένοι σπαζοκεφαλιασμένες σπαζοκεφαλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαζοκεφαλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπαζοκεφαλιάζω

σπαζοκεφαλιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία