↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπίνορας οι σπίνορες
      γενική του σπίνορα των σπινόρων
    αιτιατική τον σπίνορα τους σπίνορες
     κλητική σπίνορα σπίνορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπίνορας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική spinor + -ας < spin

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπίνορας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία