σπίνορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπίνορας | οι | σπίνορες |
γενική | του | σπίνορα | των | σπινόρων |
αιτιατική | τον | σπίνορα | τους | σπίνορες |
κλητική | σπίνορα | σπίνορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπίνορας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική spinor + -ας < spin
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπίνορας αρσενικό
- (γεωμετρία, φυσική) διάνυσμα με στοιχεία μιγαδικούς αριθμούς. Οι σπίνορες αποτελούν στοιχεία του 'διανυσματικού χώρου' τα οποία μπορούν να συσχετιστούν με τον 'ευκλείδειο χώρο'. Όπως τα 'γεωμετρικά διανύσματα' και γενικότερα οι τανυστές. Μετασχηματίζονται γραμμικά όταν ο ευκλείδειος χώρος υποβάλλεται σε ελαφρά περιστροφή.