• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σπινορικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική σπινορικός σπινορική σπινορικό
γενική σπινορικού σπινορικής σπινορικού
αιτιατική σπινορικό σπινορική σπινορικό
κλητική σπινορικέ σπινορική σπινορικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική σπινορικοί σπινορικές σπινορικά
γενική σπινορικών σπινορικών σπινορικών
αιτιατική σπινορικούς σπινορικές σπινορικά
κλητική σπινορικοί σπινορικές σπινορικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σπινορικός < σπίνορ(ας) + -ικός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /spi.nɔ.ɾiˈkɔs/ (αρσενικό)
ΔΦΑ : /spi.nɔ.ɾiˈci/ (θηλυκό)
ΔΦΑ : /spi.nɔ.ɾiˈkɔ/ (ουδέτερο)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

σπινορικός, σπινορική, σπινορικό

  • (γεωμετρία, φυσική) που αφορά τον σπίνορα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σπινορικός&oldid=4032980"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Απριλίου 2019, στις 13:15

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Απριλίου 2019, στις 13:15.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie