Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφολογιώτατος, μαρτυρείται από το 1811 σε αρχείο του πατριαρχίου Κωνσταντινουπόλεως [1] < αρχαία ελληνική σοφός + λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του λόγιος

  Επίθετο

επεξεργασία

σοφολογιώτατος, -η, -ον

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σοφολογιώτατος σοφολογιωτάτη τὸ σοφολογιώτατον
      γενική τοῦ σοφολογιωτάτου τῆς σοφολογιωτάτης τοῦ σοφολογιωτάτου
      δοτική τῷ σοφολογιωτάτ τῇ σοφολογιωτάτ τῷ σοφολογιωτάτ
    αιτιατική τὸν σοφολογιώτατον τὴν σοφολογιωτάτην τὸ σοφολογιώτατον
     κλητική ! σοφολογιώτατε σοφολογιωτάτη σοφολογιώτατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σοφολογιώτατοι αἱ σοφολογιώταται τὰ σοφολογιώτατα
      γενική τῶν σοφολογιωτάτων τῶν σοφολογιωτάτων τῶν σοφολογιωτάτων
      δοτική τοῖς σοφολογιωτάτοις ταῖς σοφολογιωτάταις τοῖς σοφολογιωτάτοις
    αιτιατική τοὺς σοφολογιωτάτους τὰς σοφολογιωτάτας τὰ σοφολογιώτατα
     κλητική ! σοφολογιώτατοι σοφολογιώταται σοφολογιώτατα
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 917, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου