σοβινιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοβινιστικός < σοβινιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σοβινιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους σοβινιστές και τον σοβινισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοβινιστικός
σοβινιστικός, -ή, -ό