σοβινιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοβινιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική chauviniste[1] [2] < chauvin < Nicolas Chauvin (Νικολά Σωβέν)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοβινιστής αρσενικό (θηλυκό σοβινίστρια)
- κάποιος που εμφορείται από σοβινισμό
Συγγενικά επεξεργασία
- σοβινιστικά
- σοβινιστικός
- → δείτε τη λέξη σοβινισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοβινιστής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σοβινιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σοβινιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)