σοβινίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοβινίστρια < σοβινισ(τής) + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοβινίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σοβινιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σοβινιστής
σοβινίστρια
Πηγές επεξεργασία
- σοβινιστής, σοβινίστρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας