↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμηγματόρροια οι σμηγματόρροιες
      γενική της σμηγματόρροιας των σμηγματορροιών
    αιτιατική τη σμηγματόρροια τις σμηγματόρροιες
     κλητική σμηγματόρροια σμηγματόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμηγματόρροια < σμήγμα + -ο- + -ρροια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική seborrhea)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμηγματόρροια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία