σμηγματόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σμηγματόρροια < σμήγμα + -ο- + -ρροια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική seborrhea)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμηγματόρροια θηλυκό
- (ιατρική) η υπερβολική έκκριση σμήγματος από τους σμηγματογόνους αδένες, που συνήθως παρατηρείται στο πρόσωπο, το τριχωτό της κεφαλής ή άλλα μέρη του σώματος, προκαλώντας λιπαρότητα και πιθανώς δερματικές παθήσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- σμηγματορροϊκός
- → δείτε τις λέξεις σμήγμα και ρέω