σλαβισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασλαβισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) ιδιωτισμός της σλαβικής γλώσσας
- οι Σλάβοι ως σύνολο
- κίνηση ανάδειξης της σλαβικής πολιτισμικής ή ιστορικής κληρονομιάς
Συγγενικά
επεξεργασία- πανσλαβισμός
- → δείτε τη λέξη Σλάβος