Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανσλαβισμός οι πανσλαβισμοί
      γενική του πανσλαβισμού των πανσλαβισμών
    αιτιατική τον πανσλαβισμό τους πανσλαβισμούς
     κλητική πανσλαβισμέ πανσλαβισμοί
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσλαβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panslavisme[1] < παν- + Σλάβος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανσλαβισμός αρσενικό

  • πολιτικό δόγμα που τονίζει τα κοινά στοιχεία των σλαβικών λαών και επιδιώκει την ένωσή τους και επομένως την αύξηση της ισχύος τους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία