πανσλαβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πανσλαβισμός | οι | πανσλαβισμοί |
γενική | του | πανσλαβισμού | των | πανσλαβισμών |
αιτιατική | τον | πανσλαβισμό | τους | πανσλαβισμούς |
κλητική | πανσλαβισμέ | πανσλαβισμοί | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανσλαβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panslavisme[1] < παν- + Σλάβος + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανσλαβισμός αρσενικό
- πολιτικό δόγμα που τονίζει τα κοινά στοιχεία των σλαβικών λαών και επιδιώκει την ένωσή τους και επομένως την αύξηση της ισχύος τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανσλαβισμός
- ↑ πανσλαβισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας