Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουτέλλιον και όψιμη ελληνιστική κοινή σκουτέλλιον < σκουτέλ(α) + -ιον < λατινική scutella (πιατάκι) < scutra (πιάτο, δίσκος).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουτέλλιον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σκουτέλι και σκουτέλα

  Πηγές επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σκουτέλι



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκουτέλλιον τὰ σκουτέλλι
      γενική τοῦ σκουτελλίου τῶν σκουτελλίων
      δοτική τῷ σκουτελλί τοῖς σκουτελλίοις
    αιτιατική τὸ σκουτέλλιον τὰ σκουτέλλι
     κλητική ! σκουτέλλιον σκουτέλλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκουτελλίω
γεν-δοτ τοῖν  σκουτελλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουτέλλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική scutell(a) (πιατάκι) + -ιον < scutra (πιάτο, δίσκος).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουτέλλιον ουδέτερο

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία