σκουριάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκουριάρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) σκουριασμένος
- ※ Δεν τ' δίνω (...) Τίποτες! Ούτε σκουριάρικο μεταλίκι. (ΜενέλαοςΛουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουριάρικος
→ δείτε τη λέξη σκουριασμένος |