μεταλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεταλίκι | τα | μεταλίκια |
γενική | του | μεταλικιού | των | μεταλικιών |
αιτιατική | το | μεταλίκι | τα | μεταλίκια |
κλητική | μεταλίκι | μεταλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλίκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλίκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κέρμα, νόμισμα
- Δεν τ' δίνω (...) Τίποτες! Ούτε σκουριάρικο μεταλίκι. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταλίκι
→ δείτε τη λέξη κέρμα |