↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορπιδόχορτο τα σκορπιδόχορτα
      γενική του σκορπιδόχορτου των σκορπιδόχορτων
    αιτιατική το σκορπιδόχορτο τα σκορπιδόχορτα
     κλητική σκορπιδόχορτο σκορπιδόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκορπιδόχορτο < σκορπίδι + -ο- + χόρτο
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκορπιδόχορτο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία