↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρόφυλλος η σκληρόφυλλη το σκληρόφυλλο
      γενική του σκληρόφυλλου της σκληρόφυλλης του σκληρόφυλλου
    αιτιατική τον σκληρόφυλλο τη σκληρόφυλλη το σκληρόφυλλο
     κλητική σκληρόφυλλε σκληρόφυλλη σκληρόφυλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρόφυλλοι οι σκληρόφυλλες τα σκληρόφυλλα
      γενική των σκληρόφυλλων των σκληρόφυλλων των σκληρόφυλλων
    αιτιατική τους σκληρόφυλλους τις σκληρόφυλλες τα σκληρόφυλλα
     κλητική σκληρόφυλλοι σκληρόφυλλες σκληρόφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληρόφυλλος < ελληνιστική κοινή σκληρόφυλλος < αρχαία ελληνική σκληρός + φύλλον

  Επίθετο

επεξεργασία

σκληρόφυλλος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία