σκληρόφυλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρόφυλλος < ελληνιστική κοινή σκληρόφυλλος < αρχαία ελληνική σκληρός + φύλλον
Επίθετο
επεξεργασίασκληρόφυλλος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- σκληροφυλλία
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και φύλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληρόφυλλος
|