σκληρωνυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρωνυχία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική scleronychia < αρχαία ελληνική σκληρός + αρχαία ελληνική ὄνυξ (νύχι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληρωνυχία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση σκληρότητας των νυχιών, συνήθως ως αποτέλεσμα κάποιας πάθησης ή βλάβη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκληρωνυχία