σκληροδακτυλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληροδακτυλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerodactyly < αρχαία ελληνική σκληρός + δάκτυλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληροδακτυλία θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση που χαρακτηρίζεται από τη σκλήρυνση και τη σύσφιξη του δέρματος και των μαλακών ιστών των δακτύλων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Sclerodactyly στην αγγλική Βικιπαίδεια
- σκληροδερμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληροδακτυλία