Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληροδερμία οι σκληροδερμίες
      γενική της σκληροδερμίας των σκληροδερμιών
    αιτιατική τη σκληροδερμία τις σκληροδερμίες
     κλητική σκληροδερμία σκληροδερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληροδερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerodermia < αρχαία ελληνική σκληρόδερμος < σκληρός + δέρμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκληροδερμία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία