σκληροδερμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληροδερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerodermia < αρχαία ελληνική σκληρόδερμος < σκληρός + δέρμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκληροδερμία θηλυκό
- (ιατρική) χρόνια συστηματική αυτοάνοση νόσος που χαρακτηρίζεται από σκλήρυνση του δέρματος ή άλλων οργάνων μέσω υπερβολικών εναποθέσεων κολλαγόνου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκληροδερμία