σκληρεκτασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρεκτασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerectasia < αρχαία ελληνική σκληρός + ἔκτασις < τείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληρεκτασία θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση που χαρακτηρίζεται από την παθολογική διεύρυνση ή διάταση του σκληρού χιτώνα του ματιού, που μπορεί να οφείλεται σε εκφυλιστικές ασθένειες, φλεγμονές ή τραυματισμούς και μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην όραση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκληρεκτασία