σκευομορφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκευομορφικός < αγγλική skeuomorphic < skeuomorph < αρχαία ελληνική σκεῦος + αρχαία ελληνική μορφή
Επίθετο
επεξεργασίασκευομορφικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τον σκευομορφισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- σκευομορφισμός
- → δείτε τις λέξεις σκεύος και μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκευομορφικός