↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαφευτικός η σκαφευτική το σκαφευτικό
      γενική του σκαφευτικού της σκαφευτικής του σκαφευτικού
    αιτιατική τον σκαφευτικό τη σκαφευτική το σκαφευτικό
     κλητική σκαφευτικέ σκαφευτική σκαφευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαφευτικοί οι σκαφευτικές τα σκαφευτικά
      γενική των σκαφευτικών των σκαφευτικών των σκαφευτικών
    αιτιατική τους σκαφευτικούς τις σκαφευτικές τα σκαφευτικά
     κλητική σκαφευτικοί σκαφευτικές σκαφευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαφευτικός < ελληνιστική κοινή σκαφευτής[1] + -ικός < αρχαία ελληνική σκᾰφεύς < σκάπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

σκαφευτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκαφευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • σκαφευτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)