Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκανδαλοθηρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκανδαλοθηρικ
ός
η
σκανδαλοθηρικ
ή
το
σκανδαλοθηρικ
ό
γενική
του
σκανδαλοθηρικ
ού
της
σκανδαλοθηρικ
ής
του
σκανδαλοθηρικ
ού
αιτιατική
τον
σκανδαλοθηρικ
ό
τη
σκανδαλοθηρικ
ή
το
σκανδαλοθηρικ
ό
κλητική
σκανδαλοθηρικ
έ
σκανδαλοθηρικ
ή
σκανδαλοθηρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκανδαλοθηρικ
οί
οι
σκανδαλοθηρικ
ές
τα
σκανδαλοθηρικ
ά
γενική
των
σκανδαλοθηρικ
ών
των
σκανδαλοθηρικ
ών
των
σκανδαλοθηρικ
ών
αιτιατική
τους
σκανδαλοθηρικ
ούς
τις
σκανδαλοθηρικ
ές
τα
σκανδαλοθηρικ
ά
κλητική
σκανδαλοθηρικ
οί
σκανδαλοθηρικ
ές
σκανδαλοθηρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκανδαλοθηρικός
<
σκάνδαλο
+
θήρα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
σκανδαλοθηρικός
σχετικός με τη
σκανδαλοθηρία
, την επίμονη
αναζήτηση
σκανδάλων
για τη δημοσιογραφική κυρίως εκμετάλλευσή τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκανδαλοθηρικός
γαλλικά
: à
scandale
(fr)