σκαλωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκαλωτός | η | σκαλωτή | το | σκαλωτό |
γενική | του | σκαλωτού | της | σκαλωτής | του | σκαλωτού |
αιτιατική | τον | σκαλωτό | τη | σκαλωτή | το | σκαλωτό |
κλητική | σκαλωτέ | σκαλωτή | σκαλωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκαλωτοί | οι | σκαλωτές | τα | σκαλωτά |
γενική | των | σκαλωτών | των | σκαλωτών | των | σκαλωτών |
αιτιατική | τους | σκαλωτούς | τις | σκαλωτές | τα | σκαλωτά |
κλητική | σκαλωτοί | σκαλωτές | σκαλωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκαλωτός, -ή, -ό
- που έχει σκαλιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαλωτός
|