• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σιόρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιόρα οι σιόρες
      γενική της σιόρας —
    αιτιατική τη σιόρα τις σιόρες
     κλητική σιόρα σιόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σιόρα < (άμεσο δάνειο) βενετική sióra < ιταλική signora < signore (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < λατινική seniorem, αιτιατική του senior, συγκριτικός βαθμός του senex < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sénos (γέρος)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi̯o.ɾa/ και /ˈsço.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : σιό‐ρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σιόρα θηλυκό

  • (ιδιωματικό, επτανησιακό) η κυρία, θηλυκό του σιορ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σινιόρ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σιόρα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σιόρα&oldid=5623447"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Νοεμβρίου 2022, στις 13:01

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Νοεμβρίου 2022, στις 13:01.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie